κόπις — κόπῑς , κόπις prater fem acc pl (epic doric ionic aeolic) κόπις prater fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδροκόπι — το ίδρωμα με άφθονο ιδρώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδρος + κοπι (< κόπος), πρβλ. μεθο κόπι, ποδο κόπι] … Dictionary of Greek
λαμποκόπι — το το λαμποκόπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπω + κόπι (< κόπος), πρβλ. ιδρο κόπι, μεθο κόπι] … Dictionary of Greek
αχυροκόπι — και αχεροκόπι, το εργαλείο με το οποίο κόβουν τα άχυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άχυρο(ν) + κόπι] … Dictionary of Greek
γίδα — η η κατσίκα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού γίδι*. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. γίδινος (Μ γιδινός) νεοελλ. γιδάρης και γιδάς, γιδήσιος, γιδιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αγριόγιδα, γιδοβοσκή, γιδοβοσκός, γιδοβυζάστρα και γιδοβύζι, γιδόγραικο (και γραίκι και γρεκο και γρέκι) … Dictionary of Greek
γιδοκοπή — και γιδοκόπι, το κοπάδι γιδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. γιδοκοπή < γίδα + κοπή «κοπάδι» γιδοκόπι < γίδα + κόπι* (πρβλ. μεθοκόπι, φωνοκόπι)] … Dictionary of Greek
κουπιοκόπι — το κωπηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουπί + κόπι* (με παρεμβολή τού συνθετικού φωνήεντος ο )] … Dictionary of Greek
ποδοκόπι — το / ποδοκόπιον, ΝΜ νεοελλ. ο κρότος ρυθμικού βηματισμού, το ποδοβολητό μσν. φιλοδώρημα για κάποια μικρή εξυπηρέτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κόπι*] … Dictionary of Greek
σφυροκόπι — το, Ν το σφυροκόπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυροκοπώ / σφυροκόπος (βλ. και λ. κόπι)] … Dictionary of Greek
χαροκόπι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πετροβουνίου. * * * το, Ν γλέντι, γλεντοκόπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαροκόπος (βλ. και λ. κόπι)] … Dictionary of Greek