-κόπι

-κόπι
β' συνθετικό παρασύνθετων ονομάτων από ρ. σε -κοπώ* (πρβλ. ιδρο-κόπι < ιδρο-κοπώ) ή από ουσ. σε -κόπος* ή, σπανίως, σε -κοπή (πρβλ. βωλο-κόπι < βωλο-κόπος, γιδο-κόπι < γιδο-κοπή). Τα μεταρρηματικά παρ. δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια τού πρωτοθέτου ρ. ή το αποτέλεσμά της (κάτι ανάλογο με τα μεταρρηματικά παρ. ον. σε -σις ή σε -μα). Τα μετονοματικά παρ. αποτελούν υποκορ. τών πρωτοθέτων τους, έχοντας προκύψει από αυτά με την προσθήκη τής υποκορ. κατάλ. -ι. Ονόματα με β' συνθετικό -κόπι: αγκαθοκόπι, αχυροκόπι, βωλοκόπι, ιδροκόπι, λαμποκόπι, μεθοκόπι, μυλοκόπι, ποδοκόπι, ραβδοκόπι, σταυροκόπι, φωνοκόπι, χαροκόπι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κόπις — κόπῑς , κόπις prater fem acc pl (epic doric ionic aeolic) κόπις prater fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδροκόπι — το ίδρωμα με άφθονο ιδρώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδρος + κοπι (< κόπος), πρβλ. μεθο κόπι, ποδο κόπι] …   Dictionary of Greek

  • λαμποκόπι — το το λαμποκόπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπω + κόπι (< κόπος), πρβλ. ιδρο κόπι, μεθο κόπι] …   Dictionary of Greek

  • αχυροκόπι — και αχεροκόπι, το εργαλείο με το οποίο κόβουν τα άχυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άχυρο(ν) + κόπι] …   Dictionary of Greek

  • γίδα — η η κατσίκα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού γίδι*. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. γίδινος (Μ γιδινός) νεοελλ. γιδάρης και γιδάς, γιδήσιος, γιδιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αγριόγιδα, γιδοβοσκή, γιδοβοσκός, γιδοβυζάστρα και γιδοβύζι, γιδόγραικο (και γραίκι και γρεκο και γρέκι) …   Dictionary of Greek

  • γιδοκοπή — και γιδοκόπι, το κοπάδι γιδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. γιδοκοπή < γίδα + κοπή «κοπάδι» γιδοκόπι < γίδα + κόπι* (πρβλ. μεθοκόπι, φωνοκόπι)] …   Dictionary of Greek

  • κουπιοκόπι — το κωπηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουπί + κόπι* (με παρεμβολή τού συνθετικού φωνήεντος ο )] …   Dictionary of Greek

  • ποδοκόπι — το / ποδοκόπιον, ΝΜ νεοελλ. ο κρότος ρυθμικού βηματισμού, το ποδοβολητό μσν. φιλοδώρημα για κάποια μικρή εξυπηρέτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κόπι*] …   Dictionary of Greek

  • σφυροκόπι — το, Ν το σφυροκόπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυροκοπώ / σφυροκόπος (βλ. και λ. κόπι)] …   Dictionary of Greek

  • χαροκόπι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πετροβουνίου. * * * το, Ν γλέντι, γλεντοκόπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαροκόπος (βλ. και λ. κόπι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”